ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ : ΑΚΥΡΗ Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΓΚΥΟΥ  (fimotro.blogspot.com)   
Ακυρη είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εγκύου, ακόμα και όταν ο εργοδότης της δεν γνωρίζει ότι αυτή τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Ως σπουδαίος λόγος, μάλιστα, για την καταγγελία και την απόλυσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί η πιθανή μείωσητης απόδοσης της εργασίας της που οφείλεται στην εγκυμοσύνη
Αυτό προκύπτει από απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία δικαιώθηκε εργαζόμενη στην Κόρινθο, η οποία απολύθηκε, ενώ ήταν δύο μηνών έγκυος. Όπως υπογραμμίζεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, σύμφωνα με τον Ν. 1483/1984, απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία.
Το 1997 εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα 176/1997 με το οποίο η Ελλάδα συμμορφώθηκε προς την ευρωπαϊκή οδηγία 95/85/ΕΟΚ. Έτσι, σύμφωνα με αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, «η προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της».
Επίσης, σύμφωνα με τον Αρειο Πάγο, στη νέα νομοθετική ρύθμιση δεν επαναλήφθηκε η διάταξη του Ν. 1082/1980 που απαιτούσε να γνωρίζει ο εργοδότης ότι η υπάλληλος είναι έγκυος. Ειδικότερα, οι αρεοπαγίτες δεν δέχθηκαν τον ισχυρισμό του εργοδότη ότι δεν γνώριζε την εγκυμοσύνη της υπάλληλου, η οποία απολύθηκε στις 13 Ιουλίου 2005, καθώς πρώτη φορά πληροφορήθηκε το γεγονός στις 25 Ιουλίου 2005, όταν δηλαδή προσήλθε στην Επιθεώρηση Εργασίας για συμβιβαστική επίλυση της εργατικής αυτής διαφοράς.
 
 
Η ασφάλιση εργαζομένου στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών για τις φορολογικές του δηλώσεις δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια χαρακτηρισμού της απασχόλησής ως σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, ο χαρακτηρισμός δε της σύμβασης ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη
ΑΡ. ΠΑΓΟΥ 558/2006 (Τμ. Β2)
Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο μισθωτός υπόκειται κατά την εκτέλεση της εργασίας του και ιδίως ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο αυτής, στην εποπτεία και στις δεσμευτικές οδηγίες του εργοδότη, ενώ η ελευθερία του μισθωτού περί της εκτέλεσης της εργασίας, που απορρέει σε ορισμένες περιπτώσεις από τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας, δεν αποκλείει τον εξηρτημένο χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης.
ΑΡ. ΠΑΓΟΥ 350/2005 (Τμ. Β2)
Η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, ο οποίος επιλέγειο ίδιος βασικούς όρους απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο απο τη σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών τόπο, δεν είναι σύμβαση εξηρτημένης εργασίας.
ΑΡ. ΠΑΓΟΥ 28/2005 (Τακτ. Ολομ.)
Μονομερή βλαπτική μεταβολή μπορεί να αποτελέσει και η μετάθεση του μισθωτού σε άλλο τόπο από εκείνο που παρέχει την εργασία του, εφόσον έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο, ή η ανάθεση στον υπάλληλο εργασίας κατώτερης από εκείνη που πρόσφερε κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας της συνδέουσας το μισθωτό με τον εργοδότη του.
ΑΡ. ΠΑΓΟΥ 227/2005 (Τμ. Β2)
Ο εργοδότης ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα (ΑΚ 652) που του παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, δικαιούται να μεταθέτει τον εργαζόμενο σε τόπο άλλον από εκείνο που μέχρι τότε εργαζόταν, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται ή δεν περιορίζεται στη συγκεκριμμένη περίπτωση από ειδική διάταξη νόμου ή από όρους σύμβασης ή δεν υπερβαίνει τα από τη διάταξη του αρθρου 281 ΑΚ καθοριζόμενα όρια.
ΑΡ. ΠΑΓΟΥ 1333/2002 (Τμ. Β’)
Τα συμβαλλόμενα μέρη, κάνοντας χρήση της συμβατικής ελευθερίας, έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την απαγόρευση ανταγωνισμού και για το μετά τη λύση της συμβάσεως διάστημα, δια της συνομολογήσεως σχετικών προς τούτο ρητρών. Η σχετική συμφωνία δε συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του συνταγματικού ατομικού δικαιώματος του εργαζομένου στα πλαίσια της διαγραφόμενης από τα άρθρα 189, 192, 193 και 361 ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, διότι η συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών δεν αποκλείει τους συμβατικούς περιορισμούς.
Μονομ. Πρωτ. Αθηνών 1867/2005
Το άρθρο 657 του Αστικού ορίζει ότι: «Ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό, αν ύστερα από δεκαήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό τα ποσά που εξαιτίας του εμποδίου καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική από το νόμο». Έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι, η ασθένεια του εργαζομένου θεωρείται σπουδαίος λόγος αποχής αυτού εκ της εργασίας του (Α.Π. 308/59 – Π.Κ. 15/61 – Α.Π. 385/64 – Εφ. Πειραιώς 917/96 κ.λπ.). Ως έτος κατά την αληθή έννοια του άρθρου 658 του Α.Κ. νοείται το εργασιακό, εκείνο δηλαδή για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνεται ως αφετηρία με το χρονικό σημείο ενάρξεως της συμβάσεως, ως λήξη δε η αντίστοιχη ημερομηνία του επομένου έτους και όχι το ημερολογιακό. Συνεπώς από της συμπληρώσεως των αντιστοίχων προς την ημερομηνία ενάρξεως της συμβάσεως χρονικών σημείων εργασίας, αναβιώνει η αξίωση του εργαζόμενου για τις αποδοχές το πολύ ενός μηνός (Α.Π. 152/60 – Πρ. Αθ. 977/59 – Π. Θεσ. 4016/59 – Π. Αθ. 3732/54 – Πρωτ. Πειρ. 3512/52 – Π. Αθ. 4245/52).
Η καταβολή των αποδοχών θα γίνει σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 του Α.Ν. 178/67, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες του κωλύματος υποχρεούται στην καταβολή του μισού ημερομισθίου ή του αναλογούντος μισθού. Από δε τις αποδοχές του υπολοίπου διαστήματος ο εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει τα ποσά που εξαιτίας του κωλύματος καταβλήθηκαν στον μισθωτό από το ΙΚΑ (άρθρο 657 παρ. 2 Α.Κ.)
Από τον συνδυασμό των διατάξεων 648, 649, 653, 657, 658 και 679 του Α.Κ. και του άρθρου 1 της αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας «περί προστασίας, του ημερομισθίου», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 3248/55, προκύπτει ότι, ο κωλυόμενος κατά την έννοια του άρθρου 657 του Αστικού Κώδικα να εργασθεί μισθωτός, δικαιούται κατά τη διάρκεια του ανυπαιτίου κωλύματος και για όσο χρόνο διαρκεί, κατά το άρθρο 658 του Α.Κ., η υποχρέωση του εργοδότη, το μισθό τον οποίο θα ελάμβανε, εάν, κατά τον αντίστοιχο χρόνο, προσήρχετο και προσέφερε πράγματι την εργασία του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω νομικών και νομολογιακών δεδομένων μισθωτοί που εισήλθαν σε νέο εργασιακό έτος, δικαιούνται να απουσιάσουν λόγω ανυπαιτίου κωλύματος (ασθένεια) ένα μήνα και να λάβουν τις αντίστοιχες αποδοχές.

Σχολιάστε